- ἱπποφόρβια
- ἱπποφόρβιονherd of horsesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱπποφορβία — ἱπποφορβίᾱ , ἱπποφορβία horse keeping fem nom/voc/acc dual ἱπποφορβίᾱ , ἱπποφορβία horse keeping fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποφορβία — ἱπποφορβία, ἡ (Α) [ιπποφορβός] ιπποτροφία … Dictionary of Greek
ἱπποφορβίαν — ἱπποφορβίᾱν , ἱπποφορβία horse keeping fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππεία — ἱππεία, ἡ (Α) [ιππεύω) 1. η επιτηδειότητα ή η εμπειρία στην ιππασία («πολύπονος ἱππεία», Σοφ.) 2. ιππικό 3. ιπποτροφία, ιπποφορβία, το να τρέφει και να διατηρεί κανείς ίππους, κυρίως για ιππικούς αγώνες … Dictionary of Greek
ιπποφόρβιον — ἱπποφόρβιον, τὸ (Α) [ιπποφορβός] 1. αγέλη ίππων («ἱπποφόρβια καὶ ἄλλά παντοδαπὰ βοσκήματα», Ξεν.) 2. ιπποτροφείο* («καὶ οἱ ἰδίᾳ τρεφόμενοι τῶν ἐν τοῑς ἱπποφορβίοις», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ԿՈՅՏ — (կուտի, ից.) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c գ. պ. քիուտ. սանս. քութա. դաղմ. քուչա. θημωνία congeries, cumulus, acervus, moles. Հաւաքումն որ եւ է իրաց. մեծ քանակ կամ թիւ. դէզ. բարդ. շեղջ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)